- Ἀτρείων
- Ἀτρείων, ωνος = Ἀτρείδης.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ἀτρείων — Ἀτρεΐων , Ἀτρεΐων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρείων — ἀτρεής not to be feared masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρείωνα — Ἀτρεΐωνα , Ἀτρεΐων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρείωνι — Ἀτρεΐωνι , Ἀτρεΐων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρείωνος — Ἀτρεΐωνος , Ἀτρεΐων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)